- εικονολήπτες
- οιτα φωτογραμμετρικά όργανα λήψεως, οι μετροφωτομηχανές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
τηλεφακός — ο, Ν (φωτογρ.) σύνθετος αντικειμενικός φακός μεγάλης εστιακής απόστασης, χρησιμοποιούμενος σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές και τηλεοπτικούς εικονολήπτες για τη μεγεθυσμένη φωτογράφιση απομακρυσμένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek